- εκκολάπτω
- εκκόλαψα, εκκολάφτηκα, μτβ.1. σπάζω το αβγό για να βγει ο νεοσσός, ξεκλωσώ, βγάζω πουλιά.2. το μέσ., εκκολάπτομαι, α. (για πτηνά και ψάρια), βγαίνω από το αβγό. β. (για πρόσωπα), μτφ., ασκούμαι, προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι: Στα πανεπιστήμια εκκολάπτονται οι αυριανοί επιστήμονες. γ. (για πράγματα και ιδίως κακά), μτφ., σκαρώνομαι, ωριμάζω, εξυφαίνομαι: Η συνωμοσία της 21ης Απριλίου εκκολάφτηκε στο στρατό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.